- μιγαδοποίηση
- η1. βιολ. η γόνιμη ένωση μεταξύ ανδρών και γυναικών ανθρώπινων ομάδων οι οποίες παρουσιάζουν έναν ορισμένο βαθμό γενετικής διαφοροποίήσης2. ζωοτ. η διασταύρωση μεταξύ ζώων τού ίδιου είδους, αλλά διαφορετικών φυλών, η οποία πραγματοποιείται με σκοπό τη δημιουργία, μέσα σε μερικές γενιές, ενδιάμεσων τύπων, οι οποίοι, όταν σταθεροποιηθούν, θα αποτελέσουν μια νέα φυλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς -άδος + -ποίηση, μέσω ενός αμάρτυρου *μιγαδοποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.